- αντίκρημνος
- ο воен, контрэскарп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντίκρημνος — ο κ. αντίκρημνο, το (Μ ἀντίκρημνος, ον) νεοελλ. 1. ( ος, ο) η προς το μέρος του εχθρού πλαγιά οχυρωματικού έργου 2. το ουδ. ως ουσ. το απόκρημνο τόπος απέναντι σε γκρεμό μσν. ο απόκρημνος … Dictionary of Greek
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek